Το πρώτο μας γκρουπ του Kea Artisanal, μέσα Μαΐου, δεν πρόλαβε να δοκιμάσει τις φετεινές ντομάτες μας. Η άνοιξη στη Τζιά κράτησε φέτος πολύ και οι βροχές συνεχίστηκαν για περισσότερο από άλλοτε, με αποτέλεσμα ακόμη και στα μέσα Ιουνίου οι περισσότερες ντομάτες μας να είναι μικρές και πράσινες. Μάλιστα μερικές ποικιλίες, όπως οι Black Tula δεν ήταν έτοιμες ούτε για την ομάδα που έφτασε στο τέλος Ιουνίου, ενώ οι οι μικρές κίτρινες Yellow Pear, που τις φυτέψαμε αργότερα, τώρα είναι στα πιο καρπερά τους.
Οι ντομάτες μας μεγαλώνουν μόνο με κοπριά και νερό. Χρησιμοποιούμε αναγκαστικά πολλή κοπριά γιατί το χώμα στο κτήμα μας είναι ιδαίτερα φτωχό. Η κοπριά είναι δυσεύρετη στη Τζιά, κι έτσι όλοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν ακριβώς πότε και από πού ο καθένας μας προμυθεύεται τη δική του. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ένας γείτονάς μας, «παιδί μου, απ’ το γείτονα κι απ’ το Θεό δεν κρύβεσαι».
Τούτη τη χρονιά ο σταθερός μας προμηθευτής βρήκε φαίνεται καινούριο πελάτη, και παρότι επί χρόνια του αγοράζαμε ακριβοπληρώνοντας σχεδόν όλη, υποθέτω, την περισσευούμενη κοπριά –γιατί και αυτός έχει περιβόλια και χρειάζεται μπόλικη. Έτσι, αναγκαστήκαμε να φέρουμε κοπριά από τα Μεσόγεια. Οι γεμάτες μπούρδες –όπως λέγονται τα υπερμεγέθη τετράγωνα σακιά– έφτασαν φορτωμένες σε μεγάλη νταλίκα. Κατόπιν ξεφορτώθηκαν μία-μία με παπαγαλάκι –το μικρό γερανό της καρότσας– σε μικρό φορτηγό που χωρούσε να μπει από την πόρτα μας, για να αδειάσει την κοπριά στα μέρη που θέλαμε. Γείτονες παρακολουθούσαν κατάπληκτοι τον εντυπωσιακό γερανό με τις ξέχειλες κοπριά να ανεβαίνουν σαν καλάθι αερόσττου στον ουρανό. Ήταν, όντως, παραπάνω από προφανές ότι την κοπριά θα την πληρώναμε χρυσάφι, κι έτσι τα ειρωνικά σχόλια έπεφταν απανωτά, όπως «μμμ, είναι φρέσκια-φρέσκια, κι αχνιστή…».
Είναι δύσκολο να χωνέψουν οι γείτονές μας το γεγονός πως τα λαχανικά που βγάζουμε από το περιβόλι κοστίζουν περισσότερο από του σούπερ μάρκετ. Και όχι μόνον αυτό, αλλά επίσης δεν κατανοούν γιατί επιλέγουμε τις ποικιλίες που καλλιεργούμε, ποικιλίες που δεν είναι πλούσιες σε απόδοση. Εκείνοι αγοράζουν μικρά φυτά, υβριδια ντομάτες ιδιαίτερα καρπερές από το φυτώριο του νησιού ή από τα Μεσόγεια.
Όμως ακόμη και οι μικρότερου μεγέθους, οι συχνά αποκαλούμενες ‘τζιώτικες’ ή ‘μπουρνέλες’, που κάποτε δοκιμάσαμε, και είναι υποτίθεται φημισμένες για τη συμπυκνωμένη νοστιμιά τους, μας δώσαν ντοματούλες απογοητευτικά ανούσιες. Έτσι, στραφήκαμε αποκλειστικά σε παλιές παραδοσιακές (heirloom) ποικιλίες, που το σπόρο τους φέρνουμε είτε από ειδικά φυτώρια της Αμερικής —που είναι και η πατρίδα της ντομάτας — είτε από το Πελίτι, το κέντρο διατήρησης ελληνικών και ξένων παλιοκαιρίσιων ποικιλιών σε σπόρους, που εδρεύει στο Παρανέστι της Δράμας. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό! Οι ντομάτες αυτές, που τις ξεκινάμε από σπόρους σε κουπάκια τέλη Μάρτη, με καρπούς σε διάφορα χρώματα –από σκούρο πρασινοκόκκινο, σχεδόν μαύρο, μέχρι κίτρινο και ριγέ– και σε πολλά μεγέθη, είναι εξαιρετικές. Αν και η παραγωγή είναι αισθητά μικρότερη από τις ντοματιές του φυτώριου, και μερικά είδη κάπως πιο ευαίσθητα από άλλα, πάντως για μας οι ντομάτες που μαζέψαμε φέτος ήταν ό,τι έπρεπε και με το παραπάνω.
Όχι μόνο είχαμε για το τραπέζι μας, αλλά δώσαμε σε φίλους και γνωστούς, ακόμη και πουλήσαμε μερικές σε κάποιες ταβέρνες, και βέβαια κάναμε μπόλικη σάλτσα και πολτό, που καταψύξαμε και κρατάμε για το χειμώνα. Κατά καιρούς, προσπαθήσαμε να πείσουμε τους γείτονές μας να καλλιεργήσουν και εκείνοι παλιοκαιρίσιες ποικιλίες. Τους δώσαμε λοιπόν βλαστάρια που μας περίσσεψαν και σπόρο, και βέβαια τους πήγαμε να δοκιμάσουν από τους νοστιμότατους καρπούς μας. Όταν όμως εκείνοι αντίκρυσαν τα μικροσκοπικά κίτρινα αχλαδάκια, ή τις μαυροκόκκινες Tula, τις θεώρησαν ίσως μεταλλαγμένες… Έτσι, παρά το ότι και οι ίδιοι παραδέχονταν ανεπιφύλακτα ότι τούτες οι ντομάτες-υβρίδια που μοιάζουν όμορφες ‘σαν ζωγραφιά,’ καμιά σχέση δεν έχουν με τις παλιές γευστικότατες ντόπιες ντομάτες που ήξεραν από τα παιδικά τους χρόνια, ποτέ δε δέχτηκαν να πειραματίστούν με τις δικές μας ποκιλίες.
Πολύ μου θύμισε τη νοοτροπία στο νησί μας, η περιγραφή της αντίστοιχης περίπτωσης στη Φλόριδα των ΗΠΑ, για την οποία μας μιλάει στο βιβλίο του Tomatoland:How Modern Industrial Agriculture Destroyed Our Most Alluring Fruit ο Barry Eastabrook. Γιατί, όμως, ακόμη και παλιές, φημισμένες για τη γεύση τους ντομάτες γίνονται άνοστες; Πιθανότατα για πολλούς λόγους, όμως νομίζω ότι ο κυριότερος είναι τό ότι σήμερα καλλιεργούνται εντελώς διαφορετικά από ό,τι παλιά. Όταν η μητέρα μου ήταν μικρή, τη δεκαετία του ’30, τα μποστάνια της Τζιάς δεν ποτίζονταν όσο σήμερα. Τότε οι νησιώτες της Σαντορίνης και άλλων άνυδρων νησιών, ή και περιοχών με περισσότερο νερό, φύτευαν τα λαχανικά τους σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο. Όταν έπιαναν και ρίζωναν, σταματούσαν να τα ποτίζουν ή τα πότιζαν ελάχιστα. Μάλιστα, κατά ένα περίεργο τρόπο οι σοδειές τους δεν θα πρέπει να ήταν και τόσο μικρές, αφού στη Σαντορίνη, ένα από τα πιο ξερά νησιά του Αιγαίου, υπήρχε εργοστάσιο επεξεργασίας της τοπικής ντομάτας, και παρήγαγε περιζήτητο ντοματοπελτέ. Τώρα, με τα συστηματικά ποτίσματα και τους σταλάκτες, οι ίδιες ποικιλίες βγαίνουν άγευστες και νερωμένες.
Πράγματι, το μόνο που έμεινε στη Τζιά από τον παλιό τρόπο καλλιέργειας είναι το γεγονός ότι τις ντοματιές ούτε τις ξεβλασταρίζουν ούτε τις στηρίζουν σε πασάλους, αλλά ο βλαστός τους «καταβολιάζεται» σκεπάζεται, δηλαδή, με λίγο χώμα στην αρχή του, ώσπου να σκληρύνει. Το φυτό κατόπιν οδηγείται να απλωθεί σχεδόν ελεύθερα στο έδαφος, πράγμα που άλλωστε το προστατεύει και από τους δυνατούς νησιώτικους αέρηδες. Προσπαθήσαμε στην αρχή να ακολουθήσουμε την τοπική τεχνική, αλλά στο δικό μας κτήμα παρουσίαζε πολλές δυσκολίες. Επειδή δεν έχουμε αρκετό χώρο, έπρεπε να φυτεύουμε τα φυτά κοντά το ένα στο άλλο. Τα ακλάδευτα βλαστάρια τους απλώνονταν τόσο που ήταν δύσκολο να μαζεύεται ο καρπός δίχως να πρέπει να περπατούμε ακροβατικά πάνω από τα φυτά. Επίσης, αέρα πολύ εμείς δεν έχουμε, γιατί βρισκόμαστε προστατευμένη χαράδρα. Έτσι, αποφασίσαμε να στηρίζουμε τα φυτά μας με καλάμια, δημιουργώντας πυραμίδες και προσθέτοντας καλάμια κάθετα και οριζόντια καθώς τα φυτά απλώνουν, για να στηρίζονται τα νέα βλαστάρια. Και βέβαια, κόβουμε τα βλασταράκια αφήνοντας 2-3 κεντρικούς βλαστούς να δυναμώσουν.
Έτσι, δημιουργήσαμε παράλληλες σειρές με παραπετάσματα από φυτά που αφήνουν σχετικά άνετους διαδρόμους ανάμεσά τους για τη φροντίδα και την εύκολη συγκομιδή. Αραιώσαμε επίσης αρκετά το πότισμα, και βέβαια γίναμε πολύ πιο επιλεκτικοί ως προς τις ποικιλίες που φυτεύουμε, ξέροντας πια ποιες είναι εκείνες που ταιριάζουν στο δικό μας χώμα και το μικρο-κλίμα της περιοχής. Έτσι, οι ντομάτες μας είναι γευστικότατες, αν και δεν φαίνονται ιδιαίτερα όμορφες στην όψη. Συχνά, προτού προλάβουμε να χαρούμε τους κατακόκκινους ώριμους καρπούς, πέφτουν πάνω τους οι πεινασμένες βρωμούσες, και άλλα έντομα, μια και ποτέ δεν ραντίζουμε. Παρ’ όλα αυτά, οι ντοματιές μας φαντάζουν φέτος πολύ πιο ελκυστικές, με τους κόκκινους και κίτρινους καρπούς να διακρίνονται σαν γιορταστικά λαμπιόνια, ανάμεσα στις πλούσιες πράσινες φυλλωσιές, ιδιαίτερα στα μέσα του καλοκαιριού. Μάλιστα, βάλαμε παράλληλα στο φράχτη και κάμποσες παλιοκαιρίσιες αρωματικές τριανταφυλλιές, που ήδη άρχισαν να μας δίνουν τα υπέροχα ροζ και λευκά άνθη τους. Κι έτσι ο κήπος μας, μετά από δέκα και πλέον χρόνια σκληρή δουλειά, και πολλές αποτυχίες, όλο και περισσότερο πλησιάζει εκείνο που ονειρευόμαστε….
You’ve got to be kidding me-it’s so trsneparantly clear now!