Δεν καταφέραμε να ρίξουμε τα spreads, ούτε να αποτρέψουμε το ΔΝΤ, αλλά με σκληρή και επίμονη δουλειά, κατορθώσαμε να παράγουμε στο περιβόλι μας τα λαχανικά και τις σαλάτες που τρώμε…
Αν δεν προλάβουμε να τις κόψουμε στην ώρα τους, θα μας δώσουν το υπέροχο τεράστιο μωβ λουλούδι τους, παρόμοιο αλλά εντυπωσιακότερο από εκείνο του ξάδερφου τους, του γαϊδουράγκαθου. Σαν ιππότες ντυμένοι με καταπράσινη πανοπλία, οι αγκινάρες έχουν αλεπάλληλες στρώσεις σκληρά εξωτερικά φύλλα, που μερικές φορές καταλήγουν σε αγκάθι. Κάτω όμως από τη σκληροτράχηλη και αδιαπέραστη στολή τους, κρύβουν μια τρυφερή και νοστιμότατη καρδιά. Πόσο θυμίζουν τα φυτά αυτά τους ανθρώπους της Μεσογείου: η σκληρή και επίμονη αντοχή τους στις κακουχίες κρύβει μια συναισθηματική και αισθησιακή φύση…
Έτσι και οι αγκινάρες: το καλοκαίρι ξεραίνονται τελείως και μοιάζουν νεκρές, σαν ηττημένες πρόσκαιρα από κάποιον επιδρομέα ή βάρβαρο κουρσάρο• όμως διατηρούν τη ρίζα τους ζωντανή παρά την ανελέητη ζέστη. Τα καταφέρνουν εν τέλει να ξαναγεννηθούν με τις πρώτες βροχές, και τα αγέροχα, στιβαρά φύλλα τους ξεπηδούν από το χώμα σαν συντριβάνι.
Λένε ότι οι αγκινάρες είναι εύκολες, ότι δεν θέλουν φροντίδες ούτε πολύ νερό, ότι όταν φυτρώσουν είναι αιώνιες. Έτσι είχαμε ακούσει όταν πρωτοβάλαμε αγκινάρες, και περιμέναμε να αρχίσουμε να μαζεύουμε σοδειά χωρίς πολλά-πολλά. Από παιδί, τότε που ζούσαμε σε μεγάλο περιβόλι στα Πατήσια, είχα γνωρίσει από κοντά πόσο επίμονα φυτά είναι. Το σπίτι μας είχε χτιστεί πάνω στις παλιές αγκιναριές του παπού μου, και είχε γύρω βεράντες με χοντρό τσιμεντένιο δάπεδο, που όμως δεν κατάφερε να κρατήσει μακρυά τα επίμονα αυτά φυτά. Μιά μέρα, οι παλιές αγκιναριές έσπασαν το μπετον και ξεπρόβαλαν πάλι εκεί ακριβώς που ήθελαν! Είχα πει στον Κώστα την ιστορία, όταν διαλέγαμε φυτά για το περιβόλι της Τζιας, και ήμουν σίγουρη ότι με τις αγκινάρες η επιτυχία μας θα ήταν παραπάνω από εγγυημένη.
Ακολουθώντας λοιπόν τις οδηγίες του Άγγελου, που έχει φυτώριο στο νησί, φυτέψαμε τις αγκινάρες στο τέλος του πρώτου μας χειμώνα εδώ, αγοράζοντας μικρά φυτά σε γλαστράκια. Οι περισσότερες πέθαναν προτού να έρθει καλά-καλά η άνοιξη.
Έμειναν μόνο δυο-τρεις, που έβγαλαν δύο καχεκτικές αγκιναρίτσες, γρήγορα όμως ξεράθηκαν για να μην ξαναπροβάλουν ποτέ. Δοκιμάσαμε και την επόμενη χρονιά, με τα ίδια περίπου αποτελέσματα… Πέρυσι την άνοιξη, ενώ ετοίμαζα τη μηνιάτικη στήλη μου για το περιοδικό Gourmetτης Ελευθεροτυπίας, τηλεφώνησα στο Βαγγέλη Λυκουρέντζο, αγκιναροπαραγωγό από τα Ίρια της Αργολίδας, όπου παράγονται οι περισσότερες αγκινάρες στην Ελλάδα. Μιλώντας μαζί του για τη γιορτή της αγκινάρας. που οργάνωνουν στην περιοχή τους, η κουβέντα το έφερε και του είπα για τις αποτυχημένες μας προσπάθειες. Τον άκουσα τότε έκπληκτο να μου λέει, «Μα, δεν φυτεύουμε τις αγκινάρες το χειμώνα, οι κόνδυλοί τους πρέπει να μπουν στο χώμα τέλος καλοκαιριού».
Μου εξήγησε ότι καθώς τα φύλλα ξεραίνονται με τις ζέστες, ο κόνδυλος της ρίζας παραμένει ζωντανός, έχοντας αποθηκεύσει υγρασία από το χειμώνα, για να ξαναπρασινίσει με τα πρωτοβρόχια. «Θα έρθω να σας τις φυτέψω εγώ», υποσχέθηκε ο Βαγγέλης. Πράγματι, νωρίς το Σεπτέμβριο όταν είχαμε το πρώτο φθινοπωρινό μας πρόγραμμα με το KeaArtisanal ο Βαγγέλης με τη γυναίκα του μας έφεραν δύο μεγάλα κιβώτια γεμάτα με ριζώματα αγκινάρας.
Ο Κώστας είχε προηγουμένως καθαρίσει ένα κομμάτι γη από τις πέτρες, είχε βάλει μπόλικη κοπριά, το είχε οργώσει και είχε εγκαταστήσει ποτιστικό σύστημα με σταλάκτες, ακριβώς όπως ο Βαγγέλης του είχε παραγγείλει. Τέσσερις ώρες προτού να φυτέψουμε του κονδύλους ανοίξαμε το νερό, να βραχεί καλά η κατάξερη από το καλοκαίρι γη, με τον Κώστα να τραβάει τα μαλλιά του για το νερό που επί ώρες έτρεχε, μάλιστα στο τέλος του καλοκαιριού, που τα αποθέματα του νησιού είναι στα χαμηλά τους. Κατα βάθος, και οι δυο μας ήμασταν σχεδόν βέβαιοι ότι όλα τούτα ήταν μάταια. Όταν το χώμα μούσκεψε και μαλάκωσε, ο Βαγγέλης μας έδειξε πώς να φυτεύουμε τις ρίζες δίχως να ανοίξουμε λάκκο, πιάνοντάς τες στο χέρι σφιχτά, και πατώντας με τη γροθιά να γίνει γούβα στο μαλακό χώμα, «να βρει η ρίζα τη θέση της», κατά τα λεγόμενα του. Ο Κώστας σχεδόν λιποθύμησε όταν ο Βαγγέλης του είπε πόσο συχνά και για πόση ώρα τα φυτά πρέπει να ποτίζονται στην αρχή, μέχρι να κάνουν βαθειές ρίζες. Ηταν όμως αποφασισμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του έμπειρου καλλιεργητή κατά γράμμα. Μέχρι κι εγώ άρχισα να τον παρακαλώ να ελαττώσει τα ποτίσματα, αλλά μάταια. Ηταν η τελευταία μας ευκαιρία, έλεγε, αποφασισμένος να τα δώσει όλα, παρότι δεν είχε πειστεί ότι θα είχαμε επιτυχία.
Ακόμη και ο γείτονάς μας ο Στάθης, που είναι συνήθως αισιόδοξος, δεν πίστευε ότι οι αγκινάρες μας θα ευδοκιμήσουν, αφού την είχε πάθει κι εκείνος, επανειλημμένα. Τα πρώτα πράσινα βλαστάρια ξεπετάχτηκαν από το χώμα το Νοέμβριο. Τότε ξεκίνησε ο δεύτερος κύκλος αγωνίας, αφού τα σαλιγγάρια άρχισαν να τρώνε τα πρώτα τρυφερά φύλλα. Ο Βαγγέλης μας συμβούλεψε να βάλουμε φάρμακο, και ο Κώστας πήγε εντέλει και πήρε ένα κουτί, πιστεύοντας ότι αν δεν εξοντώσουμε τα σαλιγγάρια θα αποτύχουμε και πάλι. Εγώ, όμως, ήμουν απόλυτα αντίθετη, κι έτσι δεν βάλαμε το τοξικό εκείνο δηλητήριο, κι ας μας έκαναν τα σαλιγγάρια τα αγκιναρόφυλλα δαντέλα. Περιμέναμε, λοιπόν, καθώς τα φύλλα μεγάλωναν και πύκνωναν.
Θα ήταν άραγε ο Απρίλιος για μας ‘ο σκληρότερος μήνας του χρόνου’, όπως λέει ο T.S. Eliotστην ‘Ερημη Χώρα; Με το που μπήκε όμως η άνοιξη είδαμε τις αγκινάρες, τη μια μετά την άλλη να σηκώνουν περήφανα τα στρογγυλά κεφαλάκια τους. Είναι τραγανές και γλυκειές, όχι πολύ μεγάλες αλλά τόσο τρυφερές που μόνον ελάχιστα από τα εξωτερικά τους φύλλα πετάμε στο καθάρισμα. Με τις πρώτες πέντε αγκινάρες μας κάναμε υπέροχο ριζότο με λεμόνι, φρέσκο μάραθο και μυρωδάτο μαϊντανό του περιβολιού μας. Καινούργιες αγκινάρες εμφανίζονται διαρκώς, κι έτσι μπορούμε τώρα να κάνουμε φαγητά τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα, και να δίνουμε και σε φίλους. Ο Βαγγέλης καθόλου δεν παραξενεύτηκε όταν του μίλησα ενθουσιασμένη για την επιτυχία μας.
Ο Κώστας είναι ξετρελαμένος, και ο Στάθης δεν μπορεί ακόμα να το πιστέψει… Όσο για μένα, πρέπει διαρκώς να επινοώ καινούριες συνταγές για να αξιοποιώ την πλούσια αγκιναροσοδιά μας, και να μην πάει ούτε μιά χαμένη μετά από τόσο κόπο και νερό. Κάνω, δηλαδή, ό,τι ακριβώς έκαναν οι γυναίκες τις Μεσογείου από τα βάθη των αιώνων και έχω φτάσει στον πρωταρχικό πυρήνα της μεσογειακής διατροφής: προσπαθώ να αξιοποιήσω την εποχιακή μας παραγωγή, παρουσιάζοντας κάθε μέρα ένα διαφορετικό φαγητό με τα ίδια υλικά του περιβολιού. Ευτυχώς, εκτός από τις αγκινάρες με μοσχάρι αβγολέμονο, τις μαρινάτες από την Τήνο, και τα άλλα πιάτα που μου έμαθε η μητέρα μου, υπάρχουν χιλιάδες αγκιναρο-συνταγές από τις γειτονικές μας χώρες, από όπου μπορώ να αντλήσω έμπνευση: Από την Ιταλία, για παράδειγμα, τα υπέροχα λαζάνια με αγκινάρες, που μου έμαθε η LorenzaBerrini, αλλά και τις αγκινάρες με πεσκανδρίτσα που δοκίμασα στη Γένοβα· από την Τουρκία σας προτείνω αγκινάρες γεμιστές, κι από τη Γαλλία μια εκλεπτυσμένη μους με αγκινάρες και σπανάκι. (Δείτε και The Atlantic)