Η φθινοπωρινή μας ταξιδιωτική και γευστική εμπειρία στη Μεσσηνία μάς γέμισε αισιοδοξία, καθώς είδαμε πως αν κάποιοι έχουν όραμα και το ακολουθήσουν με συνέπεια, η μοναδική κληρονομιά του τόπου μας μπορεί να σωθεί, αλλά και να μας σώσει…
Ο Δόξης Μπεκρής, σεφ του Costa Navarino, έχει μανία με τα μυρωδικά. Συχνά ετοιμάζει καλάθια με πικνίκ, που το απολαμβάνουν οι επισκέπτες στον ελαιώνα.
Αφήνοντας πίσω την ευρύχωρη αλλά μονότονη εθνική οδό, και μπαίνοντας στον παλιό φιδωτό δρόμο που οδηγεί στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας, το τοπίο μοιάζει σχεδόν να μην έχει αλλάξει, ίδιο όπως το θυμάμαι από τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια: Κατάφυτες πλαγιές και χαράδρες με πλατάνια και ποταμάκια, ελιές μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, συχνά με αμπέλια από κάτω, και κάποια κυπαρίσια εδώ κι εκεί, βαθυπράσινες πινελιές στο κυματιστό ασημί των ελαιόδεντρων. Το μάτι ξεκουράζεται σε ορίζοντα απείραχτο, κάτι που τόσο μας λείπει στα διάστικτα με ροζ και λευκές βιλίτσες Κυκλαδονήσια.
Πάνω από τις θύννες της Χρυσής Ακτής, της απέραντης παραλίας που βρέχεται από το Ιόνιο, στη δυτική ακτή της Μεσσηνίας, έχει χτιστεί ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα, το Costa Navarino. Αν δεν το βλέπαμε με τα μάτια μας και δεν το ζούσαμε για μερικές μέρες, δύσκολα θα πιστεύαμε ότι είναι δυνατό να συνδυαστεί η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος και με πραγματική μέριμνα για τη διατήρηση της γαστρονομικής παράδοσης του τόπου και των προϊόντων της εύφορης ετούτης γης.
Η Γιάννα και η Μάγδα Μπαλαφούτη κάνουν γλυκό τις ελιές σε σιρόπι φτιαγμένο με κόκκινο κρασί, πορτοκάλι, λεμόνι, κανέλλα και γαρύφαλλα.
Οι εκατοντάδες ελιές που βρίσκονταν στα σημεία όπου δημιουργήθηκαν φράγματα και τεχνητές λίμνες για να συλλέγεται το νερό που απαιτείται για τα ξενοδοχεία, μεταφυτεύτηκαν γύρω από τα κτήρια, όπου ο τόπος ήταν χέρσος, και πλαισίωσαν τα γήπεδα του γκολφ που έχουν φυτευτεί με χορτάρι ιδιαίτερα ανθεκτικό στο Μεσογειακό κλίμα, και δεν απαιτεί συχνό πότισμα. Καθώς οι γκόλφερς, τραβώντας τα καρότσια με τα μπασούνια τους, απολάμβαναν το αγαπημένο τους σπορ, μερικά μέτρα πιο κάτω οι εργάτες του χτήματος στρώναν τα ελιόπανα και χτυπώντας τα κλαδιά μαζεύαν τις φουσκωτές πράσινες ελιές, για να κάνουν το διάσημο φρουτώδες μεσσηνιακό λάδι. Μετά τη συγκομιδή, ακολουθήσαμε τις ελιές στο καινούργιο υπερ-σύγχρονο λιοτρίβι του Σαράντου Πολυζώη, στο χωριό Κρεμμύδι. Ενώ περιμέναμε να βγεί το λάδι, γευτήκαμε μια εξαιρετική λαχανόπιτα (χορτόπιτα)–βεβαίως με σπιτικό κριτσανιστό φύλλο–που είχε φτιάξει η Δήμητρα, η γυναίκα του ιδιοκτήτη. ΄Ομως οι καψάλες, οι ψημένες στο τζάκι φέτες περιχυμένες με το υπέροχο φρέσκο αγουρέλαιο, ήταν για μένα η πεμπτουσία της γεύσης!
Οι γυναίκες του μορφωτικού συλλόγου Γαργαλιάνων ζυμώνουν και στολίζουν τις γαμοκουλούρες –τα πλουμιστά ψωμιά της περιοχής.
Εμείς πάντα πιστεύαμε ότι η αγροτική παραγωγή μπορεί να συμβαδίσει και να βοηθηθεί από τη σωστή τουριστική προβολή του τόπου, και εδώ το είδαμε στην πράξη: Ελαιόλαδο, κλασικές ελιές Καλαμών, λαδοκούλουρα με κανέλλα, κρασί, και σουσάμι, παστέλι και διάφορα γλυκά του κουταλιού, ανάμεσά τους και ελιά σε τελείως διαφορετική εκδοχή από κείνη που έχει πλέον διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα, είναι τα πρώτα μεσσηνιακά προϊόντα που από φέτος θα βρίσκονται στα ράφια του Dean and DeLuca, του διάσημου γκουρμέ μπακάλικου της Νέας Υόρκης, και άλλων πόλεων των ΗΠΑ.
Ο Γιάννης και η Παναγιώτα Παπαδοπούλου από το Ζευγολατιό, που φτιάχνουν το παστέλι, πήραν τη συνταγή από τον πατέρα του Γιάννη, ο οποίος από το 1946 το παρασκεύαζε, το πακετάριζε σε χειροποίητα κουτάκια, και το πουλούσε στους επιβάτες του τρένου που σταματούσε στο Ζευγολατιό. Η Γιάννα και η Μάγδα Μπαλαφούτη βρήκαν τον τρόπο να απαλλάξουν τις ελιές Καλαμών από την αλμύρα της σαλαμούρας, και να τις κάνουν γλυκό μέσα σε ένα εξαίσιο σιρόπι φτιαγμένο με κόκκινο κρασί, και αρωματισμένο με πορτοκάλι, λεμόνι, κανέλλα και γαρύφαλλα. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό· για πρώτη φορά ένιωσα την πραγματική γεύση της ελιάς και το άρωμά της, σε ένα γλυκό με ευπρόσδεκτη υφάλμυρη επίγευση, που συμπληρώνει ιδανικά το γιαούρτι. Οι δυο ζαχαροπλάστισες από την Πύλο κατάφεραν να δημιουργήσουν ιδανικό συνδυασμό αλατιού και ζάχαρης, κάτι που είναι η τελευταία λέξη στην προχωρημένη διεθνή ζαχαροπλαστική!
Μοναδικές ελιές Καλαμών σε γλυκό του κουταλιού.
Με τη βοήθεια έμπειρων ειδικών της τουριστικής επιχείρησης, οι μερακλήδες παραγωγοί της περιοχής κατάφεραν να οργανώσουν σωστά τις βιοτεχνίες τους, για να καταφέρουν να φτιάχνουν ποσότητες, χωρίς να χάσουν την μοναδική τους ποιότητα. ΄Ετσι, τα δημιουργήματά τους, όμορφα πακεταρισμένα, δε θα πουλιούνται μόνο στο καφενείο-μπακάλικο του ξενοδοχείου, αλλά ταξιδεύουν για την Αμερική, και σύντομα θα βρίσκονται και στα ράφια του Notos Gallery.
Η μετάδοση της αυθεντικής γαστρονομικής παράδοσης, και όχι της στημένης και νοθευμένης επίδειξης, είναι αναπόσπαστα δεμένη με τις διακοπές που προτείνει στους επισκέπτες του το ξενοδοχείο. ΄Αλλωστε, οι Μεσσήνιοι ξέρουν να φάνε και αντιμετωπίζουν την κουζίνα τους με σεβασμό και περηφάνεια. Η Μαρία Παρνασσά, η Κατερίνα Αντωνοπούλου και η Μαρία Λαμπούση, του μορφωτικού συλλλόγου Γαργαλιάνων, που ζυμώνουν και στολίζουν δυό φορές τη βδομάδα τις γαμοκουλούρες –τα πλουμιστά ψωμιά της περιοχής– δουλεύουν με σοβαρή επιδεξιότητα. Το ίδιο και οι εξαιρετικές μαγείρισες Λούλα Μωρογιάννη από τη Γιάλοβα, και Αννα Γκώνη από τη Μεθώνη, που στο ειδικά διαμορφωμένο σπίτι, μαθαίνουν σε όσους επισκέπτες έχουν κέφι να φτιάχνουν τα πατροπαράδοτα χυλοπιτένια μακαρόνια, που η Λούλα τα περιχύνει με ελαιόλαδο αρωματισμένο με κανέλλα προτού να τα σερβίρει με κόκορα στιφάδο.
Η Παναγιώτα Παπαδοπούλου από το Ζευγολατιό, φτιάχνει το παστέλι.
Οι τηγανίτες με πετιμέζι που μας πρόσφεραν μέχρι να ετοιμαστούν τα σπιτικά ζυμαρικά ήταν υπέροχες στην απλότητά τους. Στο βουνίσιο Μεσοχώρι Πυλίας, ο νεαρός Παναγιώτης δημιούργησε το Τρίχορδο, μια εξαιρετική ταβέρνα, αναστηλώνοντας το πατρικό του δίπατο, πετρόχτιστο σπίτι. Αντί για μικρές τηγανίτες φτιάχνει τη μεσσηνιακή εκδοχή της κρέπας, τις πέτουλες ή πλακοτηγανίτες, που τον παλιό καιρό τις ψήναν στην αξίνα, πάνω από τη χόβολη, και τις περιχύναν με γλύνα (χοιρινό λίπος). Ο Παναγιώτης τις βρέχει με φρουτώδες ελαιόλαδο, και τις πασπαλίζει με πικάντικη ντόπια μυζήθρα. Και τα δικά τουχιλοπιτένια μακαρόνια, με κοκκινιστό κόκορα ήταν ακαταμάχητα! Ο Δόξης Μπεκρής, ο σεφ που έχει τη γενική επιμέλεια των εστιατορίων του Costa Navarino, έχει μανία με τα μυρωδικά, που τα μαζεύει μόνος του από τα παρτέρια και τους κήπους του τεράστιου χτήματος. Απλή αλλά και δημιουργική, η κουζίνα που προτείνει είναι πολύ διαφορετική από κείνες που προσφέρουν τα ανά τον κόσμο πολυτελή ξενοδοχεία. Κάποτε προσκαλεί και γνωστούς συναδέλφους του, όπως τον Χριστόφορο Πέσκια, και το δίδυμο Χειλαδάκη-Ρούσσο, του Funky Gourmet.
Εμπνευστής και ιδρυτής του συγκροτήματος ήταν ο καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος, που οραματίστηκε και εργάστηκε για χρόνια με υπομονή αναζητώντας ΄Ελληνες επιστήμονες και καλλιτέχνες που συμμερίζονταν το πάθος του να κάνει την πατρίδα του τη Μεσσηνία διάσημη και περιζήτητο προορισμό για τους απανταχού γης επισκέπτες. Δυστυχώς, μόλις που πρόλαβε να δει το ξεκίνημα του εγχειρήματος του. Ο γιός του Αχιλλέας και οι συνεργάτες του συνεχίζουν με το ίδιο πάθος και μεράκι το έργο του. Οι δυσκολίες δεν έλειψαν, αφού κάποιοι εναντιώθηκαν στη δημιουργία των ξενοδοχείων εδώ. Δε θέλαν, λέει, να χτιστεί η περιοχή, θέλαν να μείνει παρθένα. Παραλίγο, λοιπόν, να μη γίνει τούτη η μελετημένη και χρήσιμη για τον τόπο επένδυση, σε μια τεράστια έκταση που θα αναπτυχθεί σταδιακά, και με ήπιο τρόπο. Σε πολλά μέρη συχνά εκείνοι που κόπτονται και σταματάνε τις επενδύσεις, είτε έχουν ήδη βίλες και θέλουν την ησυχία τους, είτε ενδιαφέρονται να πουλήσουν οικοπεδάκια όπου θα ξεφυτρώσουν παράνομες βιλίτσες ανεξέλεγκτα, οι οποίες κατόπιν θα νομιμοποιηθούν, με τους γνωστούς τρόπους. Ευτυχώς εδώ, στο μοναδικό αυτό τοπίο της Μεσσηνίας, η φύση προστατεύεται, και οι επισκέπτες ενημερώνονται για τα φυτά, τα πουλιά και τα ζώα της θάλασσας σε ένα έξυπνα σχεδιασμένο οικολογικό μουσείο. Από την άλλη, ειδικοί από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης κάνουν στην περιοχή κλιματολογικές έρευνες, με τη χορηγία της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου.
Τις μέρες που περιδιάβασα στα χωριά, και παρακολούθησα τις κουβέντες των ανθρώπων, δεν άκουσα τη μονότονη μουρμούρα για την κρίση, κι είδα ανθρώπους που ξαναγύρισαν να εργαστούν στη Μεσσηνία από την Αθήνα ή από το εξωτερικό, και μοιάζαν να αντικρύζουν το μέλλον με κέφι και αισιοδοξία.